φάσματ'

φάσματ'
φάσματα , φάσμα
apparition
neut nom/voc/acc pl
φάσματι , φάσμα
apparition
neut dat sg
φάσματε , φάσμα
apparition
neut nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επινύκτερος — ἐπινύκτερος, ον (Μ) [νύκτερος] αυτός που γίνεται ή υπάρχει κατά τη διάρκεια τής νύχτας, νυχτερινός («ἐπινύκτερα φάσματ’ ὀνείρων», Τζέτζ.) …   Dictionary of Greek

  • τεκνώ — όω, ΜΑ [τέκνον] μσν. (το μέσ.) τεκνοῡμαι αναδέχομαι από την κολυμβήθρα, γίνομαι ανάδοχος, καθιστώ κάποιον πνευματικό μου τέκνο, βαφτίζω αρχ. 1. δίνω, παρέχω παιδιά («πόλιν τεκνοῡσι παίδων παισίν», Ευρ.) 2. (το ενεργ. συν. για άνδρα και σπάν. για… …   Dictionary of Greek

  • φρονηματιώ — άω, ΜΑ είμαι αλαζόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρόνημα, ήματος + κατάλ. ιῶ / ιάω (πφλ. φασματ ιῶ)] …   Dictionary of Greek

  • φωσφόρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ρ. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 15, ατομικό βάρος 30,9· έχει ένα σταθερό ισότοπο και έξι ραδιενεργά, με αριθμό μάζας από 28 έως 34 και περιόδους υποδιπλασιασμού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”